-
1 полный
επ., βρ: полон κ. παλ. полон, полна, полно.1. (κυρλξ. κ. μτφ.) πλήρης, γεμάτος, μεστός•полный стакан воды γεμάτο ποτήρι, νερό•
стакан полный водой ποτήρι, γεμάτο με νερό•
все уличы -ы народом όλοι, οι δρόμοι είναι γεμάτοι λαό•
полный карман деньги ή деньгами γεμάτη τσέπη χρήματα•
глаза -ые слёз μάτια γεμάτα δάκρυα•
взгляд полный ненависти ματιά γεμάτη μίσος•
он полный мечтаний αυτός είναι όλος όνειρα•
человек полный надежд άνθρωπος όλο ελπίδες•
-ая победа ολοκληρωτική νίκη•
-ое разоружение πλήρης αφοπλισμός•
развить -ую скорость αναπτύσσω όλη την ταχύτητα.
2. συνεπαρμένος, κυριευμένος, κατειλημμένος.3. απεριόριστος, απόλυτος•-ая власть πλήρης εξουσία•
-ая свобода πλήρης ελευθερία.
4. ολόκληρος•полный рабочий день ολόκληρη εργατική μέρα•
полный метр ολόκληρο μέτρο•, ему -ые сорок лет αυτός έχει γεμάτα τα σαράντα (χρόνια)•
-ое собрание Пушкина τα άπαντα του Πούσκιν.
|| αρκετά μεγάλος, πολύς•были уже -ые сумерки είχε σουρουπώσει πια για τα καλά.
|| όλος, ολικός•петь -ым голосом τραγουδώ με όλη τη δύναμη της φωνής•
-ое затмение луны ολική έκλειψη της σελήνης.
5. χοντρός, γεμάτος, μεστός• παχύς•-ая женщина γεμάτη γυναίκα.
εκφρ.- ая вода – το υψηλότερο σημείο της στάθμης της θάλασσας•полный генерал – αντιστράτηγος•полный адмирал – ναύαρχος•- ые прилагательные – πλήρη επίθετα (σε αντίθεση με τα βραχέα)•- ая чаша – σπίτι πλούσιο, με όλα τα καλά (αγαθά)•-ым голосом (сказать, заявить – κ.τ.τ.) ανοιχτά, βροντόφωνα (λέγω, δηλώνω)•полным-голом – υπερπλήρης, κατάκορος, καταγεμάτος. -
2 ахроматизм
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ахроматизм